- ὀρθοτόνως
- ὀρθότονοςwith the unmodified accentadverbialὀρθότονοςwith the unmodified accentmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορθότονος — η, ο (Α ὀρθότονος, ον) (για λέξη) 1. αυτός που διατηρεί τον ορθό τόνο 2. αυτός που δεν υπόκειται σε έγκλιση τόνου νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ορθότονος ταυτόχρονη σύσπαση τών εκτεινόντων και τών καμπτήρων μυών με ευθειασμό τού σώματος κατά τη… … Dictionary of Greek